- μοχλοβραχίων
- (-όνος) ο тех плечо рычага
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μοχλοβραχίονας — ο (μηχαν.) η απόσταση μεταξύ τής δύναμης που ενεργεί πάνω σε έναν μοχλό και υπομοχλίου, η οποία μετριέται πάντοτε κάθετα ως προς τη διεύθυνση τής δύναμης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοχλός + βραχίων. Η λ., στην λόγια μορφή της μοχλοβραχίων, μαρτυρείται από το … Dictionary of Greek
στατική — I Τμήμα της μηχανικής που μελετά τις συνθήκες ισορροπίας των σωμάτων. Οι πρώτες μελέτες επί της ισορροπίας γεννήθηκαν από πρακτικές ανάγκες και οι πρώτες γνωστές σαφείς έννοιες αναφέρονται στη χρήση του μοχλού. Η επιστημονική διερεύνηση του… … Dictionary of Greek